- νότος
- ο1. ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλ. μεσημβρία, νοτιά, με σύμβολο το Ν.2. νότιος άνεμος, η όστρια, η νοτιά: Άνεμε βοριά και νότε, μη μου κουρταλείς την πόρτα (παροιμ.).3. ως κύρ. όν., Νότος προσωποποίηση του νότιου ανέμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.